- προσγειώνω
- προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο).2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού.3. μτφ., κάνω κάποιον να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ή αντιμετωπίζω την πραγματικότητα: Φρόντισε να προσγειωθείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.